- εξηγήσιμος
- η , ο [ος , ον ]1) объяснимый; 2) достойный объяснения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξηγήσιμος — η, ο [εξήγησις] αυτός που μπορεί ή αξίζει να εξηγηθεί … Dictionary of Greek
εξηγήσιμος — η, ο ο άξιος να εξηγηθεί, που μπορεί κανείς να τον ερμηνεύσει, ερμηνευτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)